- προκλητικός
- -ή, -ό / προκλητικός, -ή, -όν, ΝΑ [προκαλῶ]νεοελλ.1. αυτός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί με ερεθιστικούς λόγους ή πράξεις, αυθάδης (α. «προκλητικοί λόγοι» β. «προκλητική συμπεριφορά»)2. αυτός που γίνεται ή φέρεται κατά τρόπο που να δελεάζει, ο διεγερτικός τής ερωτικής επιθυμίας, σαγηνευτικός (α. «προκλητική στάση» β. «προκλητική ματιά»)αρχ.1. (για πράξη, ενέργεια, πράγμα) αυτός που έχει την ιδιότητα να καλεί, να προσκαλεί («τὸ μέλος προκλητικόν» — λεγόταν για το τραγούδι τής πέρδικας, Αιλ.)2. αυτός που προκαλεί ένα αποτέλεσμα, πρόξενος, αίτιος3. (το ουδ. ως επίρρ. χρον.) τὸ προκλητικόν («τῇ φωνῇ προκλητικὸν ἐπαλαλάζων», Πλούτ.).επίρρ...προκλητικώς/προκλητικῶς ΝΑ και προκλητικά Νκατά τρόπο προκλητικόνεοελλ.με τρόπο που ερεθίζει, που εξοργίζει.
Dictionary of Greek. 2013.